Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η ανταπόκριση

См. также в других словарях:

  • ανταπόκριση — η επικοινωνία προφορική ή γραπτή· συνήθ. δημοσίευμα εφημερίδας που στάλθηκε από ανταποκριτή της: Η ανταπόκριση που στάλθηκε από το Τόκιο βράδυνε να φτάσει στην εφημερίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανταπόκριση — η (Α ἀνταπόκρισις) η αναλογία, η αντιστοιχία νεοελλ. 1. επικοινωνία με γραπτό ή προφορικό λόγο 2. ανταπόδοση 3. δημοσίευμα που στέλνεται σε εφημερίδα (ή πληροφορία σε ραδιόφωνο, τηλεόραση) από συνεργάτη ανταποκριτή ο οποίος εργάζεται σε άλλη χώρα …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • αλληλογραφία — Η ανταπόκριση που γίνεται με την ανταλλαγή επιστολών ή εγγράφων· η επιστολογραφία. Η α. αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα μέσα επικοινωνίας και καλύπτει τη στοιχειώδη ανάγκη των ανθρώπων για αμοιβαία ενημέρωση και πληροφόρηση. Σε ό,τι αφορά την… …   Dictionary of Greek

  • αντέρως — Μυθολογικό πρόσωπο. Αδελφός του Έρωτα, γιος της Αφροδίτης και του Άρη, προσωποποίηση της αμοιβαιότητας στον έρωτα και ειδικότερα μεταξύ ομοφύλων εφήβων. Ήταν επίσης θεός που τιμωρούσε τη σκληρότητα ή την απιστία στον έρωτα. Άλλοι αποδίδουν στον A …   Dictionary of Greek

  • αντίφωνο — Προέρχεται από τη βυζαντινή και συριακή λειτουργία και είναι ένα από τα παλαιότερα στοιχεία του λειτουργικού μέλους, που ο άγιος Αμβρόσιος, επίσκοπος του Μιλάνου περιέλαβε στη χριστιανική λατρεία στα τέλη του 4ου αι. Με το α., όπως άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • ανταποκρίνομαι — (Α ἀνταποκρίνομαι) βρίσκομαι σε ανταπόκριση, σε συμφωνία με κάποιον ή κάτι· νεοελλ. φρ. 1. «ανταποκρίνομαι στα καθήκοντα μου» εκτελώ τα καθήκοντά μου 2. «ανταποκρίνομαι στα συναισθήματα κάποιου» τρέφω για κάποιον ανάλογα συναισθήματα με τα δικά… …   Dictionary of Greek

  • ανταποκριτής — ο (θηλ. τρια, η) ο συνεργάτης εφημερίδας (ή άλλου μέσου μαζικής ενημέρωσης) ο οποίος στέλνει πληροφορίες και άρθρα από άλλη περιοχή ή χώρα στην έδρα της εφημερίδας του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανταποκρίνομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1805 σε επιγραφή… …   Dictionary of Greek

  • αντιπάθεια — η (AM ἀντιπάθεια) αποστροφή, απέχθεια αρχ. μσν. 1. η αντίθεση, η αντίδραση 2. διαφορετική, αντίθετη επίδραση 3. το αντίδοτο 4. η ανταπόκριση των συναισθημάτων αρχ. 1. το να υφίσταται κάποιος κάτι αντίθετο (απ αυτό που θα τον ευχαριστούσε) 2.… …   Dictionary of Greek

  • αντιπαραχώρηση — η (AM ἀντιπαραχώρησις) παραχώρηση η οποία γίνεται σε ανταπόκριση άλλης παραχώρησης μσν. αμοιβαία παραχώρηση αρχ. υποχώρηση σε αντίθετη επίδραση …   Dictionary of Greek

  • αρετή — Στην πορεία της φιλοσοφικής σκέψης η α. έχει λάβει διάφορες σημασίες. Κατά την ελληνική αρχαιότητα υποδήλωνε την ικανότητα για παραγωγή ωφέλιμου αποτελέσματος. Με την πρώτη αυτή σημασία, η α. είναι προϋπόθεση ευδαιμονίας. Φυσική επιτηδειότητα και …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»