-
1 корреспонденция
корреспонденция ж η ανταπόκριση· η αλληλογραφία (переписка)* * *жη ανταπόκριση; η αλληλογραφία ( переписка) -
2 отклик
отклик м 1) (ответ) η ανταπόκριση, η απάντηση· η γνώμη (отзыв ) 2) прям., лерен. (резонанс) η απήχηση, η αντήχηση· получить широкий \отклик έχω (βρίσκω) πλατιά απήχηση* \отклики в печати η απήχηση στον τύπο* * *м2) прям., перен. ( резонанс) η απήχηση, η αντήχησηполучи́ть широ́кий о́тклик — έχω (βρίσκω) πλατιά απήχηση
о́тклики в печа́ти — η απήχηση στον τύπο
-
3 корреспонденция
-и θ.1. ανταπόκριση•из Москвы ανταπόκριση από τη Μόσχα.
2. αλληλογραφία, οι επιστολές•корреспонденция отправляется два раза в день η αλληλογραφία αποστέλλεται δυο φορές τη μέρα..
-
4 действие
1. (деятельность, работа, функционирование) η λειτουργί/αη ενέργεια, η δράσηη κίνηση, η πράξηнаходиться в - и βρίσκομαι σε κίνηση/λειτουργία- рычага η μόχλωση, η μόχλευση2. (результат, эффект) η επίδραση, το αποτέλεσμαответное - η ανταπόκριση, η αντίδρασηотравляющее - η δηλητηρίαση, η τοξική παρενέργειαпоражающее - βλαβερή -, η προσβολή, разрушающее - καταστρεπτική -, разъедающее - διαβρωτική -, - силы тяжести - της δύναμης της βαρύτητας, тепловое - θερμική -ударное - της κρούσης, η κρούση3. (функционирование) η λειτουργία, η απόδοση, η επίδοση 4. мат. η πράξη 5. (поступок) η πράξη 6. (договора, соглашения) η ισχύςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > действие
-
5 корреспонденция
1. (статья, присланная корреспондентом) το άρθρο, το κείμενο, το σχόλιο, η ανταπόκριση 2 (совокупность почтовых отправлений, почтовая переписка) η αλληλογραφίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > корреспонденция
-
6 ответ
η απάντησηη ανταπόκριση, η απόκρισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ответ
-
7 отзыв
1. (мнение, содержащее оценку чего-, кого-л) η κρίση, η γνώμη, η άποψη, η εκτίμηση, (рецензия) η κριτική 2. (ответ на что-л., отклик) η απάντηση, η ανταπόκριση 3. (посла, депутата и т.п.) η ανάκληση, η μετάκληση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отзыв
-
8 отклик
1. (в теории цепей) η ανταπόκριση 2. (статья, отзыв и т.п.) το σχόλιο, η κρίση, το άρθροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отклик
-
9 отрабатывать
1. (норму, время, срок и т.п.) συμπληρώνω, εκπληρώνω 2. (конструк-цию, технологию) βελτιώνω, αναπτύσσω 3. (в различных значениях в сервосистемах, ЭВМ и т.п.) δοκιμάζω/ελέγχω την ανταπόκρισηсхема - ет на закрытие заслонки το κύκλωμα ανταποκρίνεται στο κλείσιμο του διαφράγματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отрабатывать
-
10 радиообмен
η ανταπόκριση του ασυρμάτου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > радиообмен
-
11 реакция
1. (хим., физиол., биол.) η αντίδραση 2. (на приложенную силу, нагрузку и т.п.) η αντίδρασ/η, η αντενέργεια. аэродинамическая - του αέρος, - на действие органа управления ав. η ανταπόκριση/αντίδραση του οργάνου ελέγχου- отдачи η ανάκρουση, η οπισθοδρόμησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > реакция
-
12 репортаж
η ανταπόκριση, το ρεπορτάζ (ξεν.)- ёр ο ανταποκριτής, ο ρεπόρτερ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > репортаж
-
13 огветный
огвет||ныйприл:\огветныйное заявление ἡ ἀντιδήλωση [-ις]· \огветныйное чувство τό ἀμοιβαϊο αίσθημα, ἡ ἀνταπόκριση· \огветныйное письмо ἡ ἀπάντηση· \огветныйный удар τό ἀντιχτύπημα, ἡ ἀνταπόδοση χτυπήματος. -
14 корреспонденция
[καρισπανντιέντσυγια] ουσ. θ. ανταπόκριση -
15 корреспонденция
[καρισπανντιέντσυγια] ουσ θ ανταπόκριση -
16 ответ
-а α.1. απάντηση• απόκριση•положительный ответ θετική απάντηση•
отрицательный ответ αρνητική απάντηση•
-ы на.вопросы απαντήσεις σε ερωτήματα•
меткий ответ εύστοχη (πετυχημένη) απάντηση•
ответ на письмо απάντηση σε επιστολή•
дай ответ απάντησε•
остроумный ответ έξυπνη απάντηση•
каков вопрос, таков и ответ τέτοια η ερώτηση, τέτοια και η απάντηση.
2. απήχηση, ανταπόκριση (για αισθήματα).3. (μαθ.) λύση•правильный ответ σωστή λύση.
4. λογοδοσία, λόγος•призвать к -у καλώ να δόσειλόγο (να λογοδοτήσει).
εκφρ.в ответ – σε απάντηση•быть в -е – είμαι υπεύθυνος•ни -а ни привета – ούτε φωνή ούτε ακρόαση. -
17 реплика
-и θ.1. ανταπάντηση, ανταπόκριση, λογομαχία, αντεγκλήσεις.2. τελευταία λέξη ηθοποιού (πριν λάβει το λόγο ο άλλος).3. (μουσ.)επανάλειψη, αντίφωνο(ν).
См. также в других словарях:
ανταπόκριση — η επικοινωνία προφορική ή γραπτή· συνήθ. δημοσίευμα εφημερίδας που στάλθηκε από ανταποκριτή της: Η ανταπόκριση που στάλθηκε από το Τόκιο βράδυνε να φτάσει στην εφημερίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανταπόκριση — η (Α ἀνταπόκρισις) η αναλογία, η αντιστοιχία νεοελλ. 1. επικοινωνία με γραπτό ή προφορικό λόγο 2. ανταπόδοση 3. δημοσίευμα που στέλνεται σε εφημερίδα (ή πληροφορία σε ραδιόφωνο, τηλεόραση) από συνεργάτη ανταποκριτή ο οποίος εργάζεται σε άλλη χώρα … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
αλληλογραφία — Η ανταπόκριση που γίνεται με την ανταλλαγή επιστολών ή εγγράφων· η επιστολογραφία. Η α. αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα μέσα επικοινωνίας και καλύπτει τη στοιχειώδη ανάγκη των ανθρώπων για αμοιβαία ενημέρωση και πληροφόρηση. Σε ό,τι αφορά την… … Dictionary of Greek
αντέρως — Μυθολογικό πρόσωπο. Αδελφός του Έρωτα, γιος της Αφροδίτης και του Άρη, προσωποποίηση της αμοιβαιότητας στον έρωτα και ειδικότερα μεταξύ ομοφύλων εφήβων. Ήταν επίσης θεός που τιμωρούσε τη σκληρότητα ή την απιστία στον έρωτα. Άλλοι αποδίδουν στον A … Dictionary of Greek
αντίφωνο — Προέρχεται από τη βυζαντινή και συριακή λειτουργία και είναι ένα από τα παλαιότερα στοιχεία του λειτουργικού μέλους, που ο άγιος Αμβρόσιος, επίσκοπος του Μιλάνου περιέλαβε στη χριστιανική λατρεία στα τέλη του 4ου αι. Με το α., όπως άλλωστε… … Dictionary of Greek
ανταποκρίνομαι — (Α ἀνταποκρίνομαι) βρίσκομαι σε ανταπόκριση, σε συμφωνία με κάποιον ή κάτι· νεοελλ. φρ. 1. «ανταποκρίνομαι στα καθήκοντα μου» εκτελώ τα καθήκοντά μου 2. «ανταποκρίνομαι στα συναισθήματα κάποιου» τρέφω για κάποιον ανάλογα συναισθήματα με τα δικά… … Dictionary of Greek
ανταποκριτής — ο (θηλ. τρια, η) ο συνεργάτης εφημερίδας (ή άλλου μέσου μαζικής ενημέρωσης) ο οποίος στέλνει πληροφορίες και άρθρα από άλλη περιοχή ή χώρα στην έδρα της εφημερίδας του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανταποκρίνομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1805 σε επιγραφή… … Dictionary of Greek
αντιπάθεια — η (AM ἀντιπάθεια) αποστροφή, απέχθεια αρχ. μσν. 1. η αντίθεση, η αντίδραση 2. διαφορετική, αντίθετη επίδραση 3. το αντίδοτο 4. η ανταπόκριση των συναισθημάτων αρχ. 1. το να υφίσταται κάποιος κάτι αντίθετο (απ αυτό που θα τον ευχαριστούσε) 2.… … Dictionary of Greek
αντιπαραχώρηση — η (AM ἀντιπαραχώρησις) παραχώρηση η οποία γίνεται σε ανταπόκριση άλλης παραχώρησης μσν. αμοιβαία παραχώρηση αρχ. υποχώρηση σε αντίθετη επίδραση … Dictionary of Greek
αρετή — Στην πορεία της φιλοσοφικής σκέψης η α. έχει λάβει διάφορες σημασίες. Κατά την ελληνική αρχαιότητα υποδήλωνε την ικανότητα για παραγωγή ωφέλιμου αποτελέσματος. Με την πρώτη αυτή σημασία, η α. είναι προϋπόθεση ευδαιμονίας. Φυσική επιτηδειότητα και … Dictionary of Greek